επαποδύω

επαποδύω
ἐπαποδύω (Α)
1. γδύνω κάποιον για να αγωνιστεί εναντίον κάποιου άλλου
2. ορίζω, τοποθετώ κάποιον ως αντίπαλο κάποιου άλλου
2. μέσ. ἐπαποδυομαι
α) αναλαμβάνω, επιχειρώ, ανασκουμπώνομαι («ἐπαποδυώμεθ' ἄνδρες, τουτωὶ τῷ πράγματι», Αριστος).)
β) επιτίθεμαι, ορμώ εναντίον κάποιου («τοῑς νενικηκόσιν ἐπαποδύεσθαι», Πλούτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”